-
1 επαλλαξις
- εως ἥ1) смена, чередование(συμβαίνει πολλέ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.)
2) переплетение, скрещение(δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὴ καὴ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.)
3) хитросплетение
1 επαλλαξις
(συμβαίνει πολλέ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.)
(δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὴ καὴ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.)